Είναι η πρώτη φορά που στην Κίνα η Προσχολική Αγωγή αποτελεί το επίκεντρο της εκπαιδευτικής πολιτικής και αυτό, ως γεγονός, πιθανότατα να μας αφήνει αδιάφορους. Η είδηση όμως δεν είναι αυτή, καθαυτή και μόνο αδιάφορους δε μας αφήνει, αφού το μοντέλο που θα μεταφερθεί και θα εφαρμοστεί σε πρότυπους Παιδικούς Σταθμούς που ιδρύονται σε διάφορες πόλεις, όπως η Shanghai, το Hangzhou και η Chengdu, θα φέρει την επωνυμία «Fthenakis International Kindergarten», δηλ. το όνομα του εμπνευστή του, που δεν είναι άλλος από τον κορυφαίο Έλληνα επιστήμονα της διασποράς, Καθηγητή Βασίλη Φθενάκη. «Με την Κίνα συνεργάζομαι 20 χρόνια. Τους τελευταίους μήνες το επιστημονικό παιδαγωγικό περιοδικό με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία δημοσιεύει δικά μου άρθρα. Γενικά οι επιστημονικές μου θέσεις και το έργο μου είναι στην Κίνα εξ ίσου γνωστό όσο και στη Γερμανία. Πέρα από την εφαρμογή του δικού μου μοντέλου στους παιδικούς σταθμούς της Κίνας εφαρμόζουμε την „Augemented Reality“, η οποία εμπλουτίζει τον μαθησιακό χώρο με την ένταξη της ψηφιακής πραγματικότητας. Εισάγουμε επιπλέον μια νέα αρχιτεκτονική στα κτίρια που ανταποκρίνεται στις επιταγές μιας σύγχρονης μαθησιακής διαδικασίας. Μια παρόμοια συνεργασία έχω και με την Ρωσία, ιδιαίτερα για την ανάπτυξη των αναλυτικών προγραμμάτων».
Ο Έλληνας σύμβουλος της Μέρκελ
Ο Καθ. Φθενάκης από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μέχρι το 2005 διετέλεσε διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικογενειακής Έρευνας, Οικογενειακού Δικαίου και Οικογενειακής Πολιτικής, ενώ μέχρι και σήμερα συμβουλεύει από διάφορες επίσημες θέσεις την εκάστοτε Ομόσπονδη Κυβέρνηση της Γερμανίας, το Υπουργείο Παιδείας, πολλές κυβερνήσεις διαφόρων γερμανικών κρατιδίων, τα πολιτικά κόμματα CDU, CSU και το κόμμα των Πρασίνων. Συμβουλεύει επίσης τις κυβερνήσεις και άλλων χωρών σε κάθε σημείο του πλανήτη, ενώ διατελεί πρόεδρος της Γερμανικής εταιρίας Didacta (που έχει σταθμούς στο Ντουμπάι, το Βιετνάμ, το Ν. Δελχί, τη Μπανγκόκ, τη Βραζιλία, την Ιταλία (Φλωρεντία) και τις πόλεις Shanghai και Nanjing της Κίνας), η οποία ασχολείται με την παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού και προγραμματισμού. Είναι επίσης υπεύθυνος για την οργάνωση της μεγαλύτερης έκθεσης Θεμάτων Μόρφωσης στην Ευρώπη. Παρότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν ζητήσει ποτέ τη συνδρομή του, ο ίδιος έχει διαμορφώσει άποψη για τη διαχρονικού χαρακτήρα παθογένεια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: «Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εστιάζει, κυρίως, στη μετάδοση γνώσης, και όχι στην ανάπτυξη των βασικών ικανοτήτων. Ακολουθεί δε, την ιστορική πορεία εκπαιδευτικών συστημάτων, τα οποία αναπτύχτηκαν “από πάνω προς τα κάτω”, ενώ η αρχιτεκτονική κατασκευή συγχρόνων εκπαιδευτικών συστημάτων επιτάσσει την αντίστροφη πορεία, δηλ. “από κάτω προς τα επάνω”. Ο λόγος είναι ότι οι ικανότητες αναπτύσσονται νωρίς. Έτσι, η προσχολική αγωγή καθίσταται ως το θεμέλιο για επιτυχείς μαθησιακές βιογραφίες. Η διδακτική που εφαρμόζεται είναι ανεπαρκής και η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών δεν έχει μεταρρυθμιστεί. Τέλος οι μαθησιακοί χώροι είναι εντελώς ακατάλληλοι για μια σύγχρονη μαθησιακή διαδικασία που να στηρίζεται στη αρχή της συν-δόμησης. Γενικά, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται ένα νέο αρχιτέκτονα», εξηγεί ο ίδιος χωρίς να αφήνει ασχολίαστη και την πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Παιδείας να καταργήσει τις μετακινήσεις μαθητών Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο εξωτερικό, στο πλαίσιο εγκεκριμένων προγραμμάτων, περιβαλλοντικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, ώστε να μην αδικούνται κάποιοι αδύνατοι οικονομικά μαθητές. «Τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν ακολουθούν μόνο τις επιταγές του εθνικού Κράτους. Είναι ανοιχτά και προετοιμάζουν τα παιδιά ως ευρωπαίους πολίτες, ως πολίτες του κόσμου. Δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα σε μια υγιή εθνική αναφορά και στον κοσμοπολιτισμό. Εξάλλου όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν σήμερα να αντιμετωπίσουν μια πολιτισμική ετερογένεια που τα διακρίνει και τα εμπλουτίζει. Κάθε προσπάθεια που κλείνει το εκπαιδευτικό σύστημα στα εθνικά πλαίσια όχι μόνο είναι αναχρονιστική αλλά και ανεφάρμοστη. Οι σύγχρονες τεχνολογίες αφαιρούν από τα Υπουργεία τον άμεσο έλεγχο επί της μαθησιακής διαδικασίας την οποία διεθνοποιούν. Η απόφαση του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας αποτελεί άλλη μια απόδειξη του πόσο μακριά βρίσκεται από την απαραίτητη μεταρρύθμιση. Η πολιτική αυτή επιτρέπει μόνο μια σίγουρη πρόβλεψη: το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θα παραμένει ουραγός των συγκριτικών μελετών ποιότητας εκπαιδευτικών συστημάτων». Ο καθηγητής υποστηρίζει πως η μεταρρύθμιση των εκπαιδευτικών συστημάτων αποτελεί μια παγκόσμια επιταγή που δεν επιδέχεται ολιγωρία. Ο ίδιος κρίνει απαραίτητη, εκτός από μια ριζική αλλαγή που αφορά τη θεωρητική βάση ανάπτυξης και μαθησιακής διαδικασίας, τους σκοπούς αγωγής, τις παιδαγωγικές αρχές, το διδακτικό μοντέλο και, γενικά, την αρχιτεκτονική δομή της μαθησιακής διαδικασίας, την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ψηφιακής παιδείας, το γνωστό Digital Turn. «Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να εγκαταλείψει το μονόδρομο που οδηγεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να αναπτύξει και αναβαθμίσει την επαγγελματική. Η τεχνογνωσία και τα απαραίτητα εργαλεία για μια τέτοια μεταρρύθμιση είναι σήμερα διαθέσιμα». Να σημειωθεί πως ο καθηγητής είχε την ευθύνη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης τόσο σε διάφορα Κρατίδια της Γερμανίας όσο και σε άλλα Κράτη, στην Ευρώπη και διεθνώς.
Έξαρση της βίας και της ανομίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα
Ο Καθηγητής Φθενάκης στέκεται και σε ένα άλλο θέμα, την άσκηση βίας στο σχολικό περιβάλλον που είναι φαινόμενο κυρίως των τελευταίων δεκαετιών. Αποδέχεται ως αιτία την αλληλεπίδραση ψυχολογικών, οικογενειακών, κοινωνικών, γνωστικών και συναισθηματικών παραγόντων, αλλά προσθέτει ακόμη μια: «Τη θέση που δίνουμε στο μαθητή στο σχολικό γίγνεσθαι και στην οργάνωση της μαθησιακής διαδικασίας. Μια ενεργός συμμετοχή του μαθητή στην σχολική οργάνωση και λειτουργία, κυρίως, στην οργάνωση της μαθησιακής διαδικασίας μειώνει σημαντικά τη σχολική βία. Ιδιαίτερα η αρχή της συν-δόμησης συμβάλει όχι μόνο στη διασφάλιση της υψηλότερης ποιότητας μάθησης αλλά και σε μια υπεύθυνη δραστηριοποίησή τους». Έξαρση της βίας και της ανομίας παρατηρείται όμως και στα πανεπιστήμια της χώρας και παρά τις αλλεπάλληλες καταγγελίες εκ μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας για προστασία κάθε παραβατικότητας, εξακολουθεί να ισχύει ο νόμος για το άσυλο, που αποδεδειγμένα έχει αποτύχει παταγωδώς και έχει καταλήξει να λειτουργεί ως ομπρέλα προστασίας της ανομίας. Αυτό προκαλεί αμηχανία στη διεθνή κοινότητα, όπως σημειώνει και ο ίδιος: «Ο ακαδημαϊκός κόσμος στο εξωτερικό αδυνατεί να κατανοήσει αυτό που συμβαίνει στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Είναι αδύνατο να παραδεχτεί κανείς ότι ένα Κράτος δεν είναι σε θέση να επιβάλει την ασφάλεια στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Να δεχτεί ότι η βία καταλαμβάνει θέση σε χώρους που θα έπρεπε να τους διακρίνει η ειρήνη, η ελευθερία της έκφρασης, η παραγωγή νέας γνώσης και ιδεών, η συνεργασία μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων, και η ανάπτυξη μιας κουλτούρας μάθησης, διαλόγου και συνεργασίας. Το άσυλο είναι για να διασφαλίζει την ελευθερία του λόγου και την ανεξαρτησία της έρευνας, όχι όμως της βίας. Όταν η βία αποκλείει τη θεσμικά προβλεπόμενη λειτουργία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τότε θα πρέπει να καταργείται κάθε είδους ανοχή και δικαίωμα νομικής προστασίας».
Ο Καθηγητής Φθενάκης δεν αφήνει ασχολίαστα και τα φαινόμενα ρατσιστικού χαρακτήρα που έχουν παρατηρηθεί κατά καιρούς έξω από ελληνικά σχολεία με συλλόγους γονέων να απειλούν με κατάληψή τους αν ενταχθούν σε αυτά προσφυγόπουλα, προβάλλοντας ζητήματα υγείας, κουλτούρας και ενσωμάτωσης: «Σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα παρατηρείται μια αυξανόμενη πολιτισμική ετερογένεια. Στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα κάθε τρίτος μαθητής έχει τουλάχιστο ένα γονέα που δεν προέρχεται από τη Γερμανία. Η ετερογένεια αυτή καθαυτή δε δημιουργεί το πρόβλημα. Αντίθετα, μπορεί να θεωρηθεί ως μαθησιακή ευκαιρία που αν αντιμετωπιστεί σωστά εμπλουτίζει τη μαθησιακή διαδικασία και προετοιμάζει το παιδί σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη κοινωνία με χαρακτηριστικό την πολιτισμική ετερογένεια. Υπεύθυνη είναι η φιλοσοφική και παιδαγωγική προσέγγισή της. Εθνικά και πολιτισμικά αμιγή παιδαγωγικά πλαίσια δεν είναι επαρκή για τη διασφάλιση μια σύγχρονης μαθητικής πορείας. Οι γονείς που αρνούνται τις αρχές αυτές εκπαιδεύουν τα παιδιά τους για ένα ανεπανάληπτο παρελθόν, όχι για το μέλλον».
Η οικογένεια ως ο ποιο σημαντικός μαθησιακός χώρος
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα (εκδ. Πατάκη) ένα μικρό βιβλίο-εγχειρίδιο του καθηγητή με τίτλο: «Η οικογένεια ως χώρος μάθησης: Προς μια παιδαγωγική συνεργασία από τα πρώτα βήματα του παιδιού», μέσα στο οποίο εγκαταλείπονται, βάσει ερευνών της αναπτυξιακής Ψυχολογίας, των Νευροεπιστημών, αλλά και άλλων επιστημονικών πεδίων, κυρίαρχες θέσεις γύρω από την ανάπτυξη του παιδιού, τις μαθησιακές του ικανότητες και τους χώρους που τις προσδιορίζουν: «Για την ανάπτυξη βασικών ικανοτήτων του παιδιού μαθησιακοί χώροι εκτός του νηπιαγωγείου και του σχολείου είναι σημαντικότεροι από ότι το εκπαιδευτικό σύστημα, στο σύνολο του. Και ανάμεσα σε αυτούς παραμένει η οικογένεια ο πλέον σημαντικός χώρος, όπως επιβεβαιώνουν εμπειρικές έρευνες των τελευταίων 50 χρόνων. Είναι συνεπώς αυτονόητο το ότι θα πρέπει να στηρίξουμε την οικογένεια. Μια σειρά από διαχρονικές έρευνες που άρχισαν στον Καναδά (Growing up in Canada) και επαναλήφθηκαν στην Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία και άλλες χώρες απέδειξαν ότι η στήριξη της παιδαγωγικής ικανότητας των γονέων, ιδιαίτερα σε οικογένειες με κοινωνικό ρίσκο, οδηγεί, μακροπρόθεσμα, σε μια ομαλή κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού που δεν διαφέρει από εκείνη των οικογενειών χωρίς ρίσκο», εξηγεί ο ίδιος. Ο Βασίλειος Φθενάκης γεννήθηκε στο Κιλκίς, αλλά έζησε και μεγάλωσε στο Βραχάσι Λασιθίου Κρήτης. Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου το 1958 και ως το 1963 υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός αρχικά στο Οικοτροφείο της Ιεράς Μητρόπολης Κρήτης και στη συνέχεια σε σχολεία της Καρδίας Πτολεμαΐδας. Το 1963 μετακινήθηκε στο Μόναχο όπου και σπούδασε Ανθρωπολογία, Ανθρωπογενετική και Μοριακή Γενετική στο Ινστιτούτο Ανθρωπολογίας και Ανθρωπογενετικής της Φυσικομαθηματικής Σχολής και Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα της Φυσικομαθηματικής, της Φιλοσοφικής και της Βιολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου και ανακηρύχθηκε υφηγητής στον κλάδο της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Από το 1969 έως το 1972 υπηρέτησε ως προϊστάμενος στο Τμήμα Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας στο Ινστιτούτο Ανθρωπολογίας και Ανθρωπογενετικής του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Από το 1973 ως το 1975 διετέλεσε αναπληρωτής διευθυντής του νεοϊδρυθέντος Κρατικού Ινστιτούτου Προσχολικής Αγωγής και Έρευνας του Υπουργείου Παιδείας της Βαυαρίας και από το 1975 έως και το 2005 διευθυντής. Από το 1972 ως το 2008 δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Μονάχου, του Άουσμπουργκ και στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Μπολτσάνο στην Ιταλία. Ο καθηγητής υλοποίησε πάνω από πενήντα ερευνητικά προγράμματα που αφορούσαν στην έρευνα της παιδικής ηλικίας, στη μόρφωση των παιδιών προσχολικής ηλικίας, στην ανάπτυξη του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και στην έρευνα της οικογένειας. Δημοσίευσε ή συν-εξέδωσε πάνω από 100 βιβλία και πάνω από 150 άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά. Είναι μέλος πολλών επιστημονικών Εταιρειών στην Ευρώπη και Αμερική. Ο ίδιος ανέπτυξε καινοτόμα προγράμματα για πολλά γερμανικά κρατίδια και θεωρείται ο κατ εξοχήν ρυθμιστής της εκπαιδευτικής και οικογενειακής πολιτικής στη Γερμανία.