Τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ. στο στενό της Σαλαμίνας ο ελληνικός στόλος με μικρές δυνάμεις αλλά με άριστη τακτική, υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Θεμιστοκλή, σηματοδότησε την αρχή του τέλους της περσικής παρουσίας στον Ευρωπαϊκό χώρο. Ήταν όμως μόνο η στρατηγική του μεγάλου ηγέτη που συνέβαλε στην αποφασιστική νίκη των Ελλήνων; Άραγε με ποιο κριτήριο ο θεμελιωτής της ναυτικής δύναμης της Αθήνας επέλεξε το στενό της Σαλαμίνας για να αναμετρηθεί με τους Πέρσες; Την απάντηση δίνουν σήμερα Έλληνες ερευνητές από το Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, το Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, το Περιβαλλοντικό Παρατηρητήριο Navarino Environmental Observatory και το Τμήμα Εφαρμοσμένης και Περιβαλλοντικής Φυσικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ομάδα των ερευνητών, σχεδόν 25 αιώνες μετά τη ναυμαχία, η οποία καταγράφηκε ως μια από τις σημαντικότερες συγκρούσεις της παγκόσμιας ναυτικής ιστορίας, υποστηρίζει ότι η επιλογή του σημείου της αναμέτρησης με τους Πέρσες ήταν άριστα μελετημένη από τους αρχαίους Έλληνες και καθόλου τυχαία.

Σύμφωνα με την έρευνα, οι αρχαίοι Έλληνες και κυρίως ο Θεμιστοκλής πρέπει να γνώριζαν τις κλιματολογικές συνθήκες και ιδιαίτερα τους ανέμους που έπνεαν στο στενό της Σαλαμίνας και συνεπώς προσάρμοσαν ανάλογα τον στρατηγικό τους σχεδιασμό, ώστε να επωφεληθούν από τα γυρίσματά τους. Τα επιστημονικά ευρήματα δείχνουν πως ο συνδυασμός ενός βορειοδυτικού ανέμου, που έπνεε κατά τη διάρκεια της νύχτας και νωρίς το πρωί, με τη θαλάσσια αύρα (μπάτης) που σηκώθηκε μετά τις 10:00, σχημάτισε μια «λαβίδα» ανέμων που βοήθησε τους Έλληνες κατά την αρχή της πρωινής σύγκρουσης, προκαλώντας αναταραχή στον περσικό στόλο και εμποδίζοντάς τον να διαφύγει στην ανοιχτή θάλασσα. «Εξετάσαμε λεπτομερώς τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της περσικής εισβολής στην Ελλάδα και προχωρήσαμε σε μια ανάλυση του ανεμολογικού πεδίου στο στενό της Σαλαμίνας, όπου πραγματοποιήθηκε αυτή η ιστορική ναυμαχία. Η μελέτη βασίστηκε στις διαθέσιμες μετρήσεις των μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή καθώς και σε δεδομένα των κλιματικών και μετεωρολογικών μοντέλων ERA5 και WRF για το χρονικό διάστημα 1960-2019, λαμβάνοντας υπόψη και ιστορικές μαρτυρίες από αρχαίες πηγές», διευκρινίζει ο Ακαδημαϊκός και Φυσικός της ατμόσφαιρας Χρήστος Ζερεφός ο οποίος ηγήθηκε της συγκεκριμένης μελέτης. Ιστορικές καταγραφές από το έργο του Ηρόδοτου «Ιστορίαι», η συγγραφή του οποίου ανάγεται γύρω στο 440–430 π.Χ., περίπου 40–50 χρόνια μετά τη δεύτερη εισβολή των Περσών στην Ελλάδα, και στοιχεία από το αντιπολεμικό έργο «Πέρσαι» του Αισχύλου, ο οποίος συμμετείχε προσωπικά στη ναυμαχία, περιγράφουν την ανάπτυξη του χώρου και του χρόνου της ναυτικής μάχης, μαρτυρώντας τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκειά της. Επιπλέον πληροφορίες αντλήθηκαν και από το έργο μεταγενέστερων αρχαίων ιστορικών που ασχολήθηκαν με τους ελληνοπερσικούς πολέμους όπως των Θουκυδίδη, Πλούταρχου, Παυσανία, Διόδωρου Σικελιώτη και Κτησία του Κνίδιου. «Η προσπάθειά μας να προσομοιώσουμε τις μετεωρολογικές συνθήκες που επικράτησαν κατά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας βασίστηκε τόσο στα ιστορικά κείμενα όσο και στις σύγχρονες γνώσεις μας σχετικά με τις επικρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες στην περιοχή του Σαρωνικού Κόλπου. Η ανάλυσή μας εστιάστηκε στα χαρακτηριστικά του τοπικού ανέμου, τα οποία, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θεμιστοκλής γνώριζε πολύ καλά. Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα μελέτη περιλαμβάνουν την ταχύτητα και την κατεύθυνση του ανέμου στα 10 μέτρα από δύο παράκτιους σταθμούς, της Ελευσίνας και του Πειραιά, κατά την περίοδο 1960-2010. Οι συγκεκριμένοι σταθμοί ανήκουν στο Ελληνικό Εθνικό Μετεωρολογικό δίκτυο και δίνουν μετρήσεις ανά τρίωρο», συμπληρώνει ο Έλληνας Ακαδημαϊκός.

Το δροσερό μελτέμι του Αιγαίου

Η ποικιλομορφία του κλίματος και των καιρικών συνθηκών αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της χώρας μας. Ένα στοιχείο αυτής της ποικιλομορφίας είναι το μελτέμι, δηλαδή ο ισχυρός βόρειος άνεμος που πνέει στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου. «Η κυριότερη αιτία του μελτεμιού είναι ο συνδυασμός του Μουσωνικού χαμηλού, δηλαδή ενός θερμικού χαμηλού που δημιουργείται πάνω από την ευρύτερη περιοχή της Ινδικής χερσονήσου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι χαμηλές πιέσεις του οποίου επεκτείνονται έως τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο, και των υψηλών πιέσεων που επικρατούν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού πάνω από τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Ο παραπάνω συνδυασμός έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός ενισχυμένου βορείου ρεύματος πάνω από το Αιγαίο με την ονομασία ‘‘ετησίαι’’ (στα ελληνικά σημαίνει «ετησίως επαναλαμβανόμενοι»)», εξηγεί ο Καθηγητής Ζερεφός. Οι εν λόγω κλιματολογικές συνθήκες περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας της Μετεωρολογίας. Ο ίδιος στο βιβλίο του «Μετεωρολογικά» περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια την ένταση και τη διεύθυνση αυτών των ανέμων που αρχίζουν να πνέουν μετά το θερινό ηλιοστάσιο (21 Ιουνίου). Σε τοπική κλίμακα, το θερινό αιολικό καθεστώς στο Αιγαίο πέλαγος, που είναι περίπλοκο, καθορίζεται από τη σχετική ισχύ δύο διακριτών συστημάτων ανέμου, του βορείου αυτού ρεύματος («ετησίαι») και των τοπικών ανέμων, όπως είναι η θαλασσινή αύρα. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ζερεφό: «Οι ετησίαι εκδηλώνονται ως βόρειοι άνεμοι στην περιοχή του Αιγαίου, ενώ στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας εμφανίζονται ως βορειοανατολικοί με μέτριες έως ισχυρές ταχύτητες. Διαρκούν από τον Μάιο έως τις αρχές Οκτωβρίου και φυσούν στο Αιγαίο με σημαντική ένταση και ενίοτε γίνονται θυελλώδεις. Η αποδυνάμωσή τους κυρίως τον Σεπτέμβριο συγκριτικά με Ιούλιο και Αύγουστο επιτρέπει την επικράτηση των τοπικών συστημάτων κυκλοφορίας, όπως είναι οι θαλάσσιες και χερσαίες αύρες, οι αναβάτες και καταβάτες άνεμοι κλπ.». Από ό, τι φάνηκε στη μελέτη οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα είναι παρόμοιες με αυτές που περιγράφονται στα αρχαία κείμενα.

Τι έδειξε η προσομοίωση

Τα κατά τόπους χαρακτηριστικά των «ετησίων» ανέμων στο Αιγαίο αναφορικά με την κατεύθυνση και την έντασή τους καθορίζονται από στοιχεία τοπογραφίας όπως είναι νησιά, ακρωτήρια και βουνά, καθώς και από την αλληλεπίδρασή τους με άλλα συστήματα τοπικής κυκλοφορίας. Για παράδειγμα, το σύστημα της θαλάσσιας αύρας στον Σαρωνικό Κόλπο είναι πάντα ενεργό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, γιατί επηρεάζεται από τη διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ της θάλασσας και της ξηράς. Η επικράτηση ή όχι της θαλάσσιας αύρας στον Σαρωνικό που πνέει γενικά από νότιες διευθύνσεις εξαρτάται από την αντίστοιχη ένταση του ετησία (μελτεμιού), που πνέει στην ίδια περιοχή από βόρειες γενικά διευθύνσεις. Οι κλιματολογικές ενδείξεις της θαλάσσιας αύρας του Σαρωνικού είναι εμφανείς στους παράκτιους σταθμούς του Πειραιά και της Ελευσίνας, οι οποίοι αντίστοιχα βρίσκονται σε απόσταση περίπου 4 χλμ ανατολικά και 10 χλμ βορειοδυτικά του πεδίου της ναυμαχίας. Οι μετρήσεις από τον σταθμό της Ελευσίνας επιβεβαιώνουν την ύπαρξη θαλασσινής αύρας, η οποία χαρακτηρίζεται από νότιους ανέμους με ταχύτητα έως και 4-6 μέτρα/δευτερόλεπτο, μεταξύ των ωρών 11:00–17:00, αλλά και την επικράτηση βορείων ανέμων κατά τη διάρκεια της νύχτας μέχρι νωρίς το πρωί. Ομοίως, οι μετρήσεις ανέμων τα τελευταία 50 έτη (1960-2010) στον Πειραιά υποδηλώνουν την ύπαρξη σημαντικών συνιστωσών της νότιας και νοτιοανατολικής θαλάσσιας αύρας έως 6 μέτρα/δευτερόλεπτο κατά τη διάρκεια της ημέρας, στο χρονικό διάστημα 11:00–21:00, με τους βόρειους ανέμους να επικρατούν τις υπόλοιπες ώρες. Από τις μετρήσεις και των δύο σταθμών προκύπτει πως οι βόρειοι άνεμοι είναι γενικά ισχυρότεροι φτάνοντας τα 10-12 μέτρα/δευτερόλεπτο, ενώ οι νότιοι, που σχετίζονται με τη θαλάσσια αύρα, φτάνουν τα 6-8 μέτρα/δευτερόλεπτο. Η συχνότητα καταγραφής βορειοανατολικών ανέμων τον Σεπτέμβριο στους σταθμούς Ελευσίνας και Πειραιά είναι μικρότερη συγκριτικά με τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, επιτρέποντας έτσι και τη συχνότερη επικράτηση της θαλάσσιας αύρας τον Σεπτέμβριο. Ο μεγάλος Αθηναίος στρατηγός γνώριζε καλά ότι στη συγκεκριμένη εποχή του έτους (τέλος Σεπτεμβρίου) πνέουν δύο ειδών άνεμοι, είτε ένας επικρατέστερος βόρειος άνεμος (ετησίας) που καθιστά την περιοχή ακατάλληλη για θαλάσσια μάχη, είτε η νοτιοανατολική θαλάσσια αύρα που διαπερνά το στενό της Σαλαμίνας από τις 10:00 το πρωί έως το ηλιοβασίλεμα. Το προφανές πλεονέκτημα του στενού της Σαλαμίνας, το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο Θεμιστοκλής, ήταν ότι ο περσικός στόλος, παρότι αριθμούσε περί τα 1000 πλοία έναντι των περίπου 300 του ελληνικού, δεν θα ήταν ικανός, εξαιτίας των γυρισμάτων του ανέμου, να κάνει τακτικούς ελιγμούς για να περικυκλώσει τα ελληνικά πλοία. Και πράγματι ο Αθηναίος στρατηγός τελικά επιβεβαιώθηκε.

Όταν έφτασαν οι Πέρσες

Η σύγκρουση ξεκίνησε στις 22 Σεπτεμβρίου (κατά άλλους στις 28 ή στις 29) περίπου δύο ώρες μετά την ανατολή του ηλίου. Ο περσικός στόλος υποβοηθούμενος από τους βορειοδυτικούς ανέμους (ετησίαι) έλαβε θέσεις μάχης κατά τη διάρκεια της νύχτας χωρίς να το αντιληφθούν οι Έλληνες. Ωστόσο, με το πρώτο φως της ημέρας, τα ελληνικά πλοία, αντί να προσπαθήσουν να διαφύγουν, όπως περίμεναν οι Πέρσες, εμφανίστηκαν σε τέλειο σχηματισμό μάχης. Όταν ο περσικός στόλος κινήθηκε από το Πέραμα προς το κανάλι της Σαλαμίνας, τα ελληνικά πλοία κινήθηκαν συντεταγμένα κάνοντας ανάποδα με τα κουπιά μέχρι και την ακτή της Σαλαμίνας, καθυστερώντας έτσι περαιτέρω τη σύγκρουση των δύο στόλων. Αυτό πιθανότατα ήταν μέρος του στρατηγικού σχεδίου του Θεμιστοκλή, προκειμένου να παρασύρει τους Πέρσες μέσα στο στενό περιμένοντας να αλλάξει ο άνεμος μετά τις 10:00 το πρωί από ΒΔ σε ΝΑ και να αντεπιτεθεί. Η ναυμαχία τελικά πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες θαλάσσιας αύρας, η οποία αποδιοργάνωσε τον περσικό στόλο. Τα ψηλότερα περσικά πλοία ήταν πιο δύσκολο να κυβερνηθούν κάτω από αυτές τις συνθήκες και καθώς στρέφονταν πλάγια από τον άνεμο και το κύμα γίνονταν εύκολος στόχος για τα έμβολα των ελληνικών τριήρεων. Επιπλέον η ισχυρή ΝΑ αύρα δεν επέτρεψε στους Πέρσες να ανοίξουν πανιά για να υποχωρήσουν γρήγορα προς τον ανοιχτό Σαρωνικό Κόλπο και να μεταφέρουν εκεί τη σύγκρουση, καθώς παγιδεύτηκαν στον κλοιό που δημιούργησαν οι Έλληνες με τη βοήθεια του τοπικού ανέμου. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας είναι γνωστό. Ένα μεγάλο μέρος του περσικού στόλου χάθηκε, ενώ τα υπόλοιπα πλοία διέφυγαν προς τον Κόλπο του Φαλήρου κατά τις απογευματινές ώρες, όταν οι άνεμοι ολοκλήρωσαν τον καθημερινό τους κύκλο και γύρισαν ξανά σε βορειοδυτικούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο δυτικός άνεμος «Ζέφυρος» μετέφερε τα συντρίμμια του περσικού στόλου μέχρι την περιοχή του σημερινού Αγίου Κοσμά. Σημείωση: Η ερευνητική ομάδα η οποία πραγματοποίησε τη μελέτη απαρτίζεται από τους Χρήστο Ζερεφό, Σταύρο Σολωμό, Δημήτρη Μελά, Ιωάννη Καψομενάκη και Χρήστο Ρεπαπή. Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Μαριολοπούλειο-Καναγκίνειο Ίδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος και είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Στέλιου Γκίνη. Πηγή: Zerefos, C., Solomos, S., Melas, D., Kapsomenakis, J., & Repapis, C. (2020). The Role of Weather during the Greek–Persian “Naval Battle of Salamis” in 480 BC. Atmosphere, 11(8), 838.

Previous Post Next Post