Το ιστορικό κτίριο του Πανεπιστημίου της Βιέννης βρίσκεται στη Ρινγκστράσσε και οι Αυστριακοί το αποκαλούν “die Uni” δηλ. «το πανεπιστήμιο». Ιδρύθηκε το 1365 από τον δούκα Ροδόλφο Δ΄ και είναι το παλαιότερο πανεπιστήμιο ολόκληρου του σύγχρονου γερμανόφωνου κόσμου (αν και το παλαιότερο συνολικά μπορεί να θεωρηθεί της Πράγας, που ήταν γερμανόφωνο όταν ιδρύθηκε). Από τους κόλπους του έχουν αναδειχθεί 15 Νομπελίστες και αρκετές ιστορικές και ακαδημαϊκές μορφές, οι φωτογραφίες των οποίων κοσμούν τους τοίχους της εισόδου του κτιρίου.
Εκεί ακριβώς με περιμένει ο Καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής Χρήστος Λύκος, που είναι ο μοναδικός Έλληνας στο τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Ο ίδιος, λίγο πριν ανέβουμε στο γραφείο του για να συζητήσουμε για την έρευνά του, μου δείχνει στο αίθριο του κτιρίου τις ανδρικές προτομές καθηγητών που πέρασαν από το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα και ταυτόχρονα μου εφιστά την προσοχή στο δάπεδο του ανοικτού αυτού χώρου για να δω ζωγραφισμένη την τεράστια φιγούρα μιας οργισμένης γυναίκας με τη γροθιά υψωμένη εξηγώντας μου ταυτόχρονα πως: «Εγκαταστάθηκε εδώ κατόπιν εντολής του πρύτανη ως διαμαρτυρία για την αποσιώπηση των γυναικών. Οι γυναίκες, για πολλές δεκαετίες, δεν είχαν το δικαίωμα ούτε καν να σπουδάζουν, πόσο μάλλον να διδάσκουν στα πανεπιστήμια».
Η ξενάγηση συνεχίζεται στην αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου, η οποία, για καλή μας τύχη, είναι ανοικτή για την ορκωμοσία φοιτητών κι έτσι έχω τη δυνατότητα να δω τον χώρο όπου το 1892 ο Γκούσταβ Κλιμτ κλήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας, μέσω της Εταιρείας Καλλιτεχνών, να ζωγραφίσει αλληγορικά έργα της Νομικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της Ιατρικής για την οροφή αυτής της Μεγάλης Αίθουσας. «Ο καλλιτέχνης εκθέτοντας το 1900 αυτά τα «προχωρημένα» αισθητικά έργα του, που περιείχαν γυμνές ή ημίγυμνες μορφές προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων που τον οδήγησαν στο να τα κατεβάσει ίδιος και να αποσυρθεί από το συμβόλαιο που είχε κάνει η εταιρεία καλλιτεχνών με το υπουργείο. Μάλιστα ξέσπασε μάχη στον Τύπο και τα έργα έγιναν αντικείμενο συζήτησης στη Βουλή», συμπληρώνει ο Έλληνας επιστήμονας
Η έρευνα
Ο καθηγητής Χρήστος Λύκος, στο πανεπιστημιακό τμήμα στο οποίο ανήκει, μπορεί να διδάξει όλα τα βασικά μαθήματα θεωρητικής φυσικής, όπως κλασική μηχανική, ηλεκτρομαγνητισμό, κβαντική και στατική μηχανική, μαθηματικές μεθόδους φυσικής αλλά και εξειδικευμένα μαθήματα όπως φυσική των πολυμερών ή θεωρία μετάβασης φάσεων. Η ειδικότητά του βέβαια είναι η «Φυσική χαλαρής συμπυκνωμένης ύλης», στην οποία επικεντρώνεται και το ερευνητικό του ενδιαφέρον, αλλά και τα διεθνή ερευνητικά προγράμματα τα οποία συντονίζει από την έδρα του τη Βιέννη, με τελευταίο το COMPLOIDS πάνω στην εφαρμογή των κολλοειδών υλικών, το οποίο έληξε το 2013. Τη θέση του πήραν διάδοχα προγράμματα, όπως το Colloids with Designed Response, COLLDENSE http://www.colldense.eu με επτά ακαδημαϊκούς και δύο βιομηχανικούς εταίρους και το Transport of Soft matter at the Nanoscale, NanoTrans http://www.etn-nanotrans.eu/, στο οποίο συμμετέχουν δέκα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και δυο βιομηχανικές επιχειρήσεις της Ευρώπης. Το COLLDENSE και το NANOTRANS εντάσσονται στο Horizon 2020 και ο επιστημονικός στόχος τους είναι η απόκτηση μιας θεμελιώδους κατανόησης της μεταφοράς των υγρών και κολλοειδών σε νανοκλίμακα. «Η έρευνά μας δεν είναι εφαρμοσμένη, αλλά βασική δηλ. ασχολείται με την παραγωγή νέας θεμελιώδους γνώσης βάσει πειραμάτων, σχετικά με αίτια φαινομένων και παρατηρήσιμων γεγονότων, χωρίς να συνδέεται με άμεση πρακτική εφαρμογή σε κλίμακα παραγωγής. Πρόκειται για έναν ευρύ ερευνητικό τομέα που ξεκινά από τα πολυμερή και κολλοειδή σωματίδια, διάφορα μαλακά και κολλώδη υλικά, όπως γαλακτώματα, σταγόνες, μακρομόρια, μεμβράνες και φτάνει μέχρι τη ζώσα ύλη. Ασχολούμαστε με υλικά που έχουν μεγάλη ελαστικότητα και παραμορφώνονται, τα οποία αποτελούν μια ερευνητική πρόκληση γιατί τα μόρια τους έχουν τεράστια ποικιλομορφία. Παραδείγματα τέτοιων υλικών στη καθημερινότητά μας είναι η μαγιονέζα, ο αφρός ξυρίσματος ή οι βαφές των μαλλιών, κ.ά. Φανταστείτε το πολυμερές ως μια αλυσίδα με μικροσκοπικές διαστάσεις και με ποικίλες αρχιτεκτονικές των μορίων που διαρκώς αλλάζει μορφή λόγω θερμικών κινήσεων. Αυτές οι αλλαγές μορφών συνεπάγονται και ποικίλες εφαρμογές. Για παράδειγμα, άλλη εφαρμογή και άλλη λειτουργία έχει ένα ανοικτό πολυμερές και άλλη ένα κλειστό. Το ίδιο βιοπολυμερές μπορεί να είναι τοξικό σε κλειστή μορφή και αβλαβές σε ανοικτή μορφή. Αυτή λοιπόν η αρχιτεκτονική και η αντίδραση στις εκάστοτε θερμικές συνθήκες, αλλά και ο διαχωρισμός των διαφόρων μορφών είναι αυτό που μας απασχολεί. Το ερώτημα είναι πώς μπορώ να διαχωρίσω ένα διάλυμα πολυμερών με διαφορετικές τοπολογίες, δομές και λειτουργικότητες. Εδώ είναι ακριβώς και ο ένας ερευνητικός μας στόχος, η δημιουργία ενός μικροσκοπικού καναλιού σε νανοκλίμακα στο οποίο θα στέλνουμε το μίγμα, θα το διαχωρίζουμε και θα βγάζουμε αυτή τη μορφή που επιθυμούμε κάθε φορά. Ο άλλος ερευνητικός μας στόχος είναι η δημιουργία υλικών «κατά παραγγελία». Να φτιάξουμε δηλαδή υλικά με συγκεκριμένες ιδιότητες-πιθανώς και με τη βοήθεια DNA- π.χ. απορρόφησης ή αντανάκλασης του φωτός και με συγκεκριμένη κρυσταλλική σταθερά και τακτοποίηση των μορίων τους στο χώρο για να επιτύχουμε τη δομή και λειτουργία που θέλουμε σε μια μεμβράνη ή ένα κρύσταλλο ειδικής συμμετρίας» εξηγεί ο Έλληνας καθηγητής καθισμένος στο γραφείο του.
Η αρχή
Οι παιδικές μνήμες του Έλληνα ερευνητή, που γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα, είναι συνυφασμένες με το κατάστημα τροφίμων των γονιών του και εμπεριέχουν το παιδικό του όνειρο να γίνει ποδοσφαιριστής. Ο ίδιος αργότερα άλλαξε προσανατολισμό προς την Ιατρική, για να καταλήξει στο Πολυτεχνείο. Με ρίζες από την Ήπειρο, από ένα χωριό 28χλμ έξω από τα Γιάννενα κοντά στη Ζίτσα, μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον βιοπαλαιστών της μεταπολεμικής αδικημένης γενιάς που στερήθηκαν τα πάντα, αλλά έδιναν μεγάλη αξία στη μόρφωση και στην εκπαίδευση, αλλά και στις ανθρώπινες αξίες, ήταν απολύτως φυσικό ο μικρός Χρήστος και η αδερφή του να σπουδάσουν για να «προοδέψουν». Ο ίδιος φοίτησε στο Βαρβάκειο, σε ένα εξαιρετικό σχολείο «με έμφαση στην αξιοκρατία, την αριστεία και τη μάθηση», όπως λέει, συμπληρώνοντας πως ήταν ακριβώς αυτό που λείπει σήμερα: «η δωρεάν υψηλού επιπέδου δημόσια εκπαίδευση». Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανολόγος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά από το δεύτερο κιόλας έτος είχε αποφασίσει να στρέψει τις μετέπειτα σπουδές του στη Φυσική. Αφορμή για αυτό ήταν η επαφή του με τον αείμνηστο καθηγητή στο ΕΜΠ Σοφρώνη Παπαδόπουλο, ο οποίος υπήρξε και ο μέντοράς του (να σημειωθεί ότι ο Χρήστος Λύκος έχει τιμηθεί από το ΕΜΠ με το βραβείο «Σοφρώνη-Ηλία Παπαδόπουλου» για τη συνεισφορά του στην έρευνα και διδασκαλία της Φυσικής Συμπυκνωμένης Ύλης). Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στην Αμερική με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ στην Ithaca της Πολιτείας της Ν. Υόρκης πάνω στις μεταβάσεις φάσεων (η πιο γνωστή μετάβαση της φάσης είναι η ψύξη, η μετατροπή φάσης από υγρή σε στερεά), με μια θεωρητική μελέτη πάνω στη μετάβαση φάσεων συστημάτων που διαθέτουν ηλεκτρικά φορτία. Ολοκληρώνοντας το διδακτορικό του θεώρησε, για διάφορους λόγους, καλύτερη την επιστροφή του για μεταδιδακτορική έρευνα στην Ευρώπη και έτσι βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου με υποτροφία από το ίδρυμα Χούμπολτ, που αποτελεί ένα στήριγμα στους άριστους του κόσμου. « Εκεί δίδασκε ο Ομότιμος πια καθηγητής Χέρμπερτ Βάγκνερ (γνωστός, μεταξύ άλλων, για το περίφημο Θεώρημα Μέρμιν-Βάγκνερ), και το θεώρησα μεγάλη τιμή και ευκαιρία να δουλέψω μαζί του. Αυτό το γεγονός με έφερε στη Γερμανία, όπου εκτίμησα τον τρόπο ζωής στη κεντρική Ευρώπη και τις συνθήκες στα ερευνητικά της ιδρύματα», συμπληρώνει ο καθηγητής. Η συνέχεια δόθηκε στην Ιταλία για δυο χρόνια με υποτροφία της Ε.Ε και στο Κέμπριτζ για ένα χρόνο, με στόχο να επιστρέψει σε γερμανόφωνο πανεπιστήμιο και να παραμείνει. Έτσι το 2003 επέστρεψε στο Ντίσελντορφ ως Καθηγητής του Τμήματος Φυσικής, του οποίου εκλέχτηκε πρόεδρος το 2008, για να μετακινηθεί μόνιμα στο πανεπιστήμιο της Βιέννης το 2010.
Η συνέχεια
Ο καθηγητής Χρήστος Λύκος δεν επηρεάστηκε από το σύγχρονο ρεύμα «διαρροής εγκεφάλων» από την Ελλάδα, ούτε ασπάζεται τη γνωστή ρήση: «Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της». Έμεινε στο εξωτερικό από καθαρή επιλογή και εξαιτίας ενός σκεπτικισμού που τον διακατείχε από παιδί. «Η χώρα μου μού πρόσφερε μια γερή θεωρητική μόρφωση και με σπούδασε και της το χρωστάω αυτό. Μετά την υποτροφία μου στο Κέμπριτζ δέχτηκα πρόταση από το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας(ΙΤΕ) της Κρήτης, που αποτελεί πραγματικά έναν θύλακα αριστείας στην Ελλάδα, να επιστρέψω. Την ίδια ώρα οι Γερμανοί μου πρόσφεραν μια καθηγεσία και αποφάσισα για προσωπικούς, αλλά και για οικονομικούς λόγους να παραμείνω στο εξωτερικό. Η αλήθεια είναι πως πάντα είχα έναν σκεπτικισμό για την εξέλιξη των πραγμάτων και ιδιαίτερα για το ερευνητικό τοπίο στην Ελλάδα. Από την άλλη απολάμβανα αυτή την ασφάλεια που σου προσφέρει η Ευρώπη κι έτσι όταν προκηρύχθηκε η θέση στη Βιέννη έκανα αμέσως αίτηση. Εξάλλου, η Επιστήμη δεν έχει εθνικότητα, ηλικία, φύλο, δεν έχει πια όρια και μπορείς να συνεργάζεσαι με τη χώρα σου από όπου κι αν βρίσκεσαι. Εδώ και πολλά χρόνια συνεργαζόμαστε με το ΙΤΕ και ιδιαίτερα με το Καθηγητή Δημήτρη Βλασσόπουλο, ο οποίος απέσπασε πρόσφατα το βραβείο Weissenberg της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ρεολογίας για το 2015, ως ένας από τους καλύτερους επιστήμονες του κλάδου σε παγκόσμιο επίπεδο», συμπληρώνει ο ερευνητής. Η συζήτηση με τον Έλληνα επιστήμονα της διασποράς τελειώνει με την αναφορά του στην εννιάχρονη κόρη του Κατερίνα και στη Γερμανίδα γιατρό σύζυγό του. Δεν παραλείπει όμως να μου πει και για το πέτρινο σπίτι του παππού στην Ήπειρο που επισκευάστηκε τη δεκαετία του ’80, αλλά και για τη νοσταλγία που νιώθει για την πατρίδα του όσο περνούν τα χρόνια. Ο ίδιος μου εκμυστηρεύεται ότι για πολλά χρόνια προσπαθούσε να κρατήσει αποστάσεις από την Ελλάδα γιατί εκνευριζόταν από τους κατ΄ εξοχήν λαϊκισμούς, από τον εκφυλισμό της ελληνικής ευφυΐας στο όνομα της απάτης και της διαφθοράς, από το νεοπλουτισμό των Ελλήνων που μετεξελίχθηκε σε ηθική και αξιακή φτώχεια, από τον εθνικό «αυτισμό» σε ορισμένα θέματα, από την ασέβεια προς τον άνθρωπο και από την ανευθυνότητα. «Για πολύ καιρό δε μου έλειπε η Ελλάδα. Μεγαλώνοντας όμως αλλάζεις, συνειδητοποιείς τις πολιτιστικές αναφορές που κουβαλάς πάντα μέσα στο σάκο που πήρες στην πλάτη όταν έφυγες, γίνεσαι πιο ανεκτικός, γιατί αναγκάζεσαι να αποδεχτείς την πραγματικότητα και γενικά πετάς ό, τι σε «χαλάει». Την Ελλάδα βέβαια δεν μπορείς να την πετάξεις. Όπως και να το κάνουμε η ελληνικότητα δε φεύγει ποτέ από μέσα μας, μας σημαδεύει δια βίου», λέει και χαμογελάει με νόημα.