Τι σχέση μπορεί να έχει η διπλωματία με τα εμβόλια; Αντιδρώντας κάποιος αυθόρμητα θα μπορούσε να πει καμία. Αντίθετα όμως, έχει και μάλιστα μεγάλη. Η διπλωματία των εμβολίων (Vaccine Diplomacy) που προωθεί τον παγκόσμιο εμβολιασμό κατά των μεταδοτικών νόσων εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της διπλωματίας της επιστήμης (Science Diplomacy) και στηρίζεται σε συντονισμένες προσπάθειες κρατικών και μη κρατικών παραγόντων για τη βελτίωση της παγκόσμιας υγείας και κατ’ επέκταση των σχέσεων σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, χωρών που χαρακτηρίζονται από φτώχεια και από πολιτική αστάθεια. Χαρακτηριστικό της είναι ότι «οι διπλωμάτες δεν συνομιλούν πλέον αποκλειστικά με άλλους διπλωμάτες», αλλά στον διάλογο για την έγκαιρη αντιμετώπιση ζητημάτων της παγκόσμιας υγείας συνεισφέρουν και εμπειρογνώμονες από διάφορους τομείς και κλάδους. Η εμφάνιση νόσων και η εξάπλωση επιδημιών θεωρούνται σύγχρονες απειλές για την ανθρώπινη ασφάλεια και για αυτό τον λόγο η διπλωματία των εμβολίων έχει εξελιχθεί σε σημαντικό μέσο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και προώθησης της ειρήνης παγκοσμίως.
Η διπλωματία των εμβολίων, αν και δεν είναι νεοφανής, προσφέρει ένα καινοτόμο πεδίο για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής των χωρών, αλλά και μια ιδανική ευκαιρία για τη βελτίωση διαταραγμένων διπλωματικών σχέσεων μεταξύ κρατών. Ως ανθρωπιστική παρέμβαση διαθέτει μια μεγάλη δυναμική. Στο πλαίσιο εφαρμογής προγραμμάτων εμβολιασμού, έχει αποδειχτεί ο διαμεσολαβητικός ρόλος της για την παύση εχθροπραξιών σε πεδία πολεμικών συγκρούσεων ή εθνοτικών εντάσεων. Συγκριτικά με άλλες παρεμβάσεις ιατρικής ή δημόσιας υγείας τα εμβόλια αποτελούν την ισχυρότερη παρέμβαση που ανέπτυξε ποτέ η ανθρωπότητα αναφορικά με αριθμό των ανθρώπων που σώζονται χάρη σε αυτά. Υπολογίζεται πως τα σύγχρονα εμβόλια έχουν σώσει περισσότερες ανθρώπινες ζωές από όσες συνολικά χάθηκαν στους δύο παγκοσμίους πολέμους κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Η διπλωματία των εμβολίων εκ καιρώ Ψυχρού πολέμου
Η διπλωματία των εμβολίων αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1956, ένα χρόνο πριν την εκτόξευση του Sputnik, αμερικανοί ερευνητές με επικεφαλής τον Dr. Albert Sabin συνεργάστηκαν με σοβιετικούς ιολόγους για την ανάπτυξη ενός πρωτότυπου εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας. Οι Ρώσοι ιολόγοι, υπό τη διακριτική παρακολούθηση της KGB επισκέφθηκαν το εργαστήριο του αμερικανού επιστήμονα στις ΗΠΑ για να θέσουν τα θεμέλια της συνεργασίας μαζί του, ο οποίος, με τη σειρά του, επισκέφθηκε τη Μόσχα μέσα στον ίδιο χρόνο. Έπειτα από δύο χρόνια, μια αποστολή στελεχών του ιού της πολιομυελίτιδας εισέρχονταν στη Σοβιετική Ένωση διατηρημένα σε ξηρό πάγο κατευθείαν από το εργαστήριο του Dr. Sabin, ενώ η τελική επεξεργασία του εμβολίου και η παράδοση του πραγματοποιήθηκε στο ρώσικο εργαστήριο. Το εμβόλιο χορηγήθηκε τελικά σε 10 εκατομμύρια παιδιά από τη Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια σε 100 εκατομμύρια παιδιά κάτω των είκοσι σε ολόκληρο τον κόσμο. Με την πάροδο του χρόνου το εμβόλιο χρησιμοποιήθηκε εκτενώς για να σταματήσει τη μετάδοση πολιομυελίτιδας σε όλες τις χώρες του πλανήτη εκτός του Αφγανιστάν και του Πακιστάν. Αργότερα, μεταξύ του 1962 και του 1966, η ΕΣΣΔ πρωτοστάτησε με την παραγωγή του εμβολίου κατά της ευλογίας χρησιμοποιώντας την λυοφιλίωση ή ψυχρή ξήρανση, μια τεχνική ψύξης ευαίσθητων υλικών σε χαμηλή θερμοκρασία. Η Σοβιετική Ένωση σε αυτό το χρονικό διάστημα παρείχε 450 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου προκειμένου να υποστηρίξει τις παγκόσμιες εκστρατείες εξάλειψης της νόσου στις αναπτυσσόμενες χώρες, πάντα υπό τη σημαντική χρηματοδοτική υποστήριξη των ΗΠΑ. Αυτή η διεθνής συνεργατική προσπάθεια οδήγησε στην παγκόσμια εξάλειψη της ευλογιάς κατά τα τέλη της δεκαετίας του '70. Από το 1988 μέχρι το 2000 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ξεκίνησε μια παγκόσμια εκστρατεία για την εξάλειψη της πολιομυελίτιδας. Η επονομαζόμενη Global Polio Eradication Initiative (GPEI) αποτέλεσε μια κοινή προσπάθεια του ΠΟΥ, της UNICEF, του Rotary International, των αμερικανικών Centers for Disease Control και εθνικών κυβερνήσεων. Η εταιρική αυτή δράση σημείωσε μεγάλη επιτυχία, καθώς τα κρούσματα της νόσου από τις 350.000 που καταγράφηκαν το 1988, έφτασαν το 2001 μόλις τα 500. Είναι χαρακτηριστικό πως το 2012 καταγράφηκαν μόνο 223 περιπτώσεις συγκριτικά με τις 650 του προηγούμενου έτους. Τον Σεπτέμβριο του 1990 μετά την Παγκόσμια Διάσκεψη για τα Παιδιά στη Νέα Υόρκη ξεκίνησε η Children's Vaccine Initiative (CVI) ως μια παγκόσμια προσπάθεια για την ανοσοποίηση όλων των παιδιών και την ανάπτυξη νέων εμβολίων για μολυσματικές νόσους που πλήττουν ανήλικους των αναπτυσσόμενων χωρών που υποστηρίχτηκε από διεθνείς οργανισμούς, όπως οι: UNICEF, United Nations Development Program (UNDP), WHO, World Bank και Rockefeller Foundation. Μέχρι το 1997 έξι καινούργια εμβόλια κάλυψαν τις ανάγκες ανοσοποίησης περισσότερο από το 80% των αναπτυσσόμενων χωρών, αναπτύχθηκε περαιτέρω η έρευνα στον τομέα των εμβολίων, ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών ανέλαβαν μεγαλύτερη ευθύνη για την ανοσοποίηση του πληθυσμού τους.
Η διπλωματία των εμβολίων άνθησε στα τέλη του 20ού αιώνα
Η διπλωματία των εμβολίων γνώρισε άνθηση στα τέλη του 20ού αιώνα, κυρίως μέσω του προγράμματος Health as a Bridge for Peace—Humanitarian Cease-Fires Project (HCFP) από τον ΠΟΥ, που εγκρίθηκε με πρωτοβουλία της Παναμερικανικής Οργάνωσης Υγείας τον Αύγουστο του 1997. Ο εμβολιασμός χρησιμοποιήθηκε ως μέσο διαπραγμάτευσης μεταξύ χωρών με συγκρουσιακές σχέσεις (όπως ήταν η Κροατία, η Βοσνία, κ. ά) και κυρίως στην Αφρική, κατά τις επονομαζόμενες «ημέρες ηρεμίας» σε περισσότερες από δώδεκα χώρες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 και του '90, συμπεριλαμβανομένων του Αφγανιστάν, της Τσετσενίας, της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, του Ελ Σαλβαδόρ, της Γουινέας Μπισσάου, του Ιράκ, του Λιβάνου, των Φιλιππίνων, της Σιέρρα Λεόνε, της Σρι Λάνκα και του Σουδάν. Τον Ιανουάριο του 2000 τέθηκε σε λειτουργία μια διεθνής συμμαχία δημόσιων και ιδιωτικών φορέων για την ανοσοποίηση με έδρα τη Γενεύη και με κοινό στόχο την επιτάχυνση της ισότιμης πρόσβασης σε εμβόλια όλων των παιδιών που ζουν στις φτωχότερες χώρες. Ως αποτέλεσμα αναπτύχθηκε ένα νέο εμβόλιο για τον πνευμονόκοκκο, ενώ τα παιδιά πολλών αναπτυσσόμενων χωρών απέκτησαν για πρώτη φορά πρόσβαση σε εμβόλια εναντίον του ιού Ρότα (πιο κοινή αιτία σοβαρής διάρροιας) και του Haemophilus influenzae type b. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως εξαιτίας αυτών των παρεμβάσεων η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε κατά σχεδόν το ήμισυ παγκοσμίως. Η συμμαχία που ονομάζεται Gavi, the Vaccine Alliance, εξακολουθεί να είναι σε ισχύ και δραστηριοποιείται ακόμη και στη Βόρεια Κορέα, ενώ φιλοδοξεί, μέχρι το 2020, να εμβολιάσει 300 εκατομμύρια παιδιά, αποτρέποντας 5-6 εκατομμύρια θανάτους μακροπρόθεσμα. Οι κοινές αμερικανο-ρωσικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της διπλωματίας των εμβολίων δε σταμάτησαν ποτέ. Κατά το τέλος του 20ού αιώνα εστίασαν στην πρόληψη του HIV/ AIDS, καθώς και άλλων σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών, αλλά και στη φυματίωση. Το 2009 υπό τους προέδρους Obama και Putin συστάθηκε μια διμερής επιτροπή μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, με αρμοδιότητα την διερεύνηση τομέων κοινής συνεργασίας και την επιδίωξη κοινών έργων και δράσεων για την ενίσχυση της γεωπολιτικής σταθερότητας των δύο χωρών, τη διεθνή ασφάλεια, την οικονομική ευημερία καθώς και την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ του ρωσικού και του αμερικανικού λαού. Οι κοινές δράσεις στόχευαν στην εξάλειψη της πολιομυελίτιδας, στον έλεγχο της ελονοσίας, στη μελέτη μη μεταδοτικών ασθενειών που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ και καπνού και στη χρήση της τεχνολογίας κινητών τηλεφώνων στην υγειονομική περίθαλψη της μητέρας.
Η διπλωματία των εμβολίων στον 21ο αιώνα
Η διπλωματία των εμβολίων στον 21ο αιώνα συνδέθηκε με τη διασφάλιση της καθολικής και ισότιμης πρόσβασης όλων των παιδιών από χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα σε εμβόλια για πανδημικά στελέχη ιών. Πολλές από τις αναπτυσσόμενες χώρες είχαν ήδη εμφανίσει κρούσματα όταν κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση στα εμβόλια κατά της πανδημικής γρίπης H1N1 και της γρίπης των πτηνών H5N1 το 2009. Το 2007, μέσω του προγράμματος Global Pandemic Influenza Action Plan υπό την αιγίδα του ΠΟΥ, έξι χώρες (Βραζιλία, Ινδία, Ινδονησία, Μεξικό, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ) έλαβαν επιχορηγήσεις από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας για την ανάπτυξη δεξιοτήτων παραγωγής εμβολίων κατά της γρίπης.
Το ζήτημα της πρόσβασης πληθυσμών αναπτυσσόμενων χωρών στον εμβολιασμό αναδύθηκαν ξανά το 2010, όταν επανεμφανίστηκε χολέρα στην Αφρική και την Αϊτή, τη φτωχότερη χώρα του δυτικού ημισφαιρίου που πρόσβαλε 700.000 άτομα, ενώ κόστισε τη ζωή σε 8500. Σύμφωνα με μελέτη, φορείς της χολέρας, που είχε εξαφανιστεί από την Αϊτή τα τελευταία 150 χρόνια, ήταν τα μέλη της ειρηνευτικής δύναμης του Νεπάλ που αναπτύχθηκε στη χώρα μετά τον καταστροφικό σεισμό του Ιανουαρίου του 2010 προς αρωγή των πολιτών. Καθώς δεν υπήρχε ετοιμότητα στο μηχανισμό για ταχύ εμβολιασμό κατά της χολέρας έγινε διεθνής έκκληση για ανοσοποίηση με τη μορφή ανθρωπιστικών και διπλωματικών πόρων. Οι αρχές της Αϊτής σύστησαν μια επιτροπή για την καταπολέμηση της χολέρας σε συνεργασία με τους εκπροσώπους των Ηνωμένων Εθνών. Από το 2012 εμφανίστηκαν αρκετές μολυσματικές ασθένειες για τις οποίες δεν υπήρχε το αντίστοιχο εμβόλιο, όπως το Middle East Respiratory Syndrome (MERS), ο Ebola και ο ιός Zika. Το κόστος των αναδυόμενων μολυσματικών ασθενειών, τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε οικονομικό επίπεδο, είναι τεράστιο. Για την ενίσχυση της χρηματοδότησης των παγκόσμιων προγραμμάτων παραγωγής αντίστοιχων εμβολίων δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του World Economic Forum στο Νταβός το 2017 ένας νέος συνασπισμός, ο Coalition for Epidemic Preparedness Innovations (CEPI) με τη μορφή ενός διεθνούς χρηματοδοτικού οργανισμού για την αντιμετώπιση των γνωστών απειλών μέσω δοκιμών ανίχνευσης και ασφάλειας εμβολίων και δημιουργίας αποθεματικών «για κάθε περίπτωση» πριν ξεκινήσουν οι επιδημίες. Πηγές: Caddell, A. (1997). The Children's Vaccine Initiative. Africa health, 20(1), 15. Gavi Alliance (2014) Gavi Alliance. Available: http://www.gavialliance.org.
Henderson DA (2009) Smallpox: the death of a disease. Amherst (New York): Prometheus Books
Hotez, P. J. (2001). Vaccines as instruments of foreign policy: The new vaccines for tropical infectious diseases may have unanticipated uses beyond fighting diseases. EMBO reports, 2(10), 862-868.
Hotez, P. J. (2013). Pediatric tropical diseases and the world’s children living in extreme poverty. Journal of Applied Research on Children: Informing Policy for Children at Risk, 4(2), 10.
Hotez, P. J. (2017). Russian–United States vaccine science diplomacy: Preserving the legacy. PLoS neglected tropical diseases, 11(5), e0005320.
Kickbusch, I., Novotny, T. E., Drager, N., Silberschmidt, G., & Alcazar, S. (2007). Global health diplomacy: training across disciplines. Bulletin of the World Health Organization, 85, 971-973.
Ponrovsky, E. N., Strelkova, M. V., Zavoikin, V. D., Tumolskaya, N. I., Mazmanyan, M. V., Baranets, M. S., & Zhirenkina, E. N. (2015). The epidemiological situation of leishmaniasis in the Russian Federation: the first valid cases of local transmission. Meditsinskaia parazitologiia i parazitarnye bolezni, (3), 3-7.
Rojansky, M., & Tabarovsky, I. (2013). The latent power of health cooperation in US-Russian relations. Science & Diplomacy, 2(2).
Πηγή: [Ναυτεμπορική]https://www.naftemporiki.gr/story/1484826/diplomatia-ton-embolion-mia-sugxroni-summaxia-gia-tin-edraiosi-tis-pagkosmias-eirinis?fbclid=IwAR2sWDmNPrLFakNr8m5M5MtNqL0Ke7u9HdRYU7gcSsxA-ZZ_5ZjIn4wXOVc()