Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας The Guardian, Jonathan Freeland: “For the media, climate change is Kryptonite. It fails to tick almost every one of the boxes that defines a story” (σε ελεύθερη μετάφραση: για τα μίντια η κλιματική αλλαγή είναι ένας “κρυπτονίτης”. Δεν μπορείς να τσεκάρεις κάθε ένα από τα κουτάκια που ορίζουν μια ιστορία). Μάλιστα από τον περασμένο Μάιο η ίδια εφημερίδα σε δημοσίευμά της με τίτλο: “Why the Guardian is changing the language it uses about the environment” αντικατέστησε τον όρο “climate change” («κλιματική αλλαγή»), με τον “climate emergency, crisis ή breakdown”(«κλιματική κρίση ή κλιματική κατάρρευση»), ενώ υιοθέτησε τον όρο “global heating” αντί του “global warming”. Η κλιματική κρίση αποτελεί ως θέμα, μια μεγάλη πρόκληση για τους δημοσιογράφους. Η δυσκολία της δημοσιογραφικής διαχείρισής της έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη επαρκούς κάλυψης από εξειδικευμένους για το περιβάλλον δημοσιογράφους, που με τη σειρά της αποδίδεται σε οικονομικούς περιορισμούς που επιβάλλουν τα Μέσα (Moser, 2010). Αλλά και η ίδια η φύση του αντικειμένου προς κάλυψη είναι περίπλοκη. Καταρχάς τα αίτιά της είναι μη χειροπιαστά ή αόρατα, ενώ καταργείται η αμεσότητα. Οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης διαχέονται στο χρόνο και στο χώρο, αποσυνδέοντας την κατανόηση των αιτίων και των αποτελεσμάτων, ενώ συχνά τα οφέλη από δράσεις δεν είναι ορατά άμεσα. Η πολυπλοκότητα του θέματος και οι αβεβαιότητες που εμπεριέχονται σε αυτό καθιστούν δύσκολη την εξήγηση και την αλληλεπίδραση παραγόντων, ενώ διευκολύνουν όσους υποστηρίζουν πως καθυστερούν σχετικές δράσεις ή σπέρνουν αμφιβολίες σχετικά με τη βαρύτητά τους. Τέλος μια πρόσθετη δυσκολία είναι η διασύνδεση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης με τοπικούς πληθυσμούς και η επικοινωνία δράσεων σε τοπικό επίπεδο (Halperin & Walton, 2018).
Στα παραπάνω προστίθεται και το γεγονός πως η μέχρι τώρα διεθνής συνεργασία των χωρών για μια ισορροπημένη βιώσιμη ανάπτυξη προσκρούει στη διαφορετικότητα της αντίληψης του περιβαλλοντικού προβλήματος. Οι αναπτυγμένες χώρες του Βορρά θεωρούν πως το περιβαλλοντικό πρόβλημα εντείνεται από τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού και την παρωχημένη τεχνολογία που ακόμη χρησιμοποιείται από χώρες του αναπτυσσόμενου Νότου. Την ίδια ώρα οι χώρες του Νότου αποδίδουν το πρόβλημα στη φτώχεια και στην αλόγιστη χρήση των φυσικών πόρων από τις χώρες του εκβιομηχανισμένου Βορρά (Patterson & Grubb, 1992). Αυτή ποικιλομορφία προτεραιοτήτων και στόχων συνεπάγεται τη διαφοροποίηση των ευθυνών των κρατών και τον επαναπροσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων. Συνοπτικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι όποιες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ διαπραγματευτικών περιβαλλοντικών ομάδων εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα, αλλά και οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις και διαφωνίες προέρχονται ουσιαστικά από την οικονομική διχοτόμηση μεταξύ χωρών του Βορρά και του Νότου. Αυτές οι διαφορές γίνονται αισθητές και στο επίπεδο των διεθνών διαπραγματεύσεων για το ζήτημα της κλιματικής κρίσης (Patterson & Grubb, 1992).
Μετατόπιση στη δημοσιογραφία
Στο πλαίσιο που περιγράφηκε οι περιβαλλοντικοί δημοσιογράφοι καλούνται να διαχειριστούν την κλιματική κρίση με τρείς διαφορετικούς τρόπους: στη λογική των ΜΜΕ αναζητούν συναρπαστικές και κατανοητές γωνίες στις ιστορίες που περιγράφουν, προσαρμόζοντάς τες στο μοντέλο της επικρατούσας δημοσιογραφίας, εκτός λογικής των ΜΜΕ αναζητούν τρόπους για να μεταδώσουν την πολυπλοκότητα της επιστήμης του κλίματος, χωρίς απαραίτητα να τους προσαρμόζουν πλήρως στο μοντέλο της επικρατούσας δημοσιογραφίας ή τέλος αλλάζουν τους τρόπους αναφοράς, γεφυρώνοντας τις διαφορές ανάμεσα σε παραδοσιακά μοντέλα - τελικά αλλάζοντας την ίδια τη δημοσιογραφία. Ο Berglez (2011) παρατηρεί πως μια μετατόπιση στη δημοσιογραφία «δείχνει να είναι σε εξέλιξη», καθώς ο πολύπλοκος χαρακτήρας της κλιματικής κρίσης θα αναγκάσει τους δημοσιογράφους να ξεφύγουν από τους παραδοσιακούς τρόπους δημοσιογραφίας.
Το πρόβλημα δεν είναι πλέον η έλλειψη πληροφόρησης ή γνώσης σχετικά με το θέμα. Το 85% του κόσμου θεωρεί πως η κλιματική κρίση είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, ενώ το 80% συμφωνεί ότι σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το ερώτημα που τίθεται είναι: Εάν και αφού γνωρίζουμε, τότε γιατί δεν ενεργούμε στο βαθμό που η επιστήμη μας λέει ότι επιβάλλεται; (Global Attitude Survey, Pew Research Center, 2016, Ipsos Global Trends). Και το αμέσως επόμενο ερώτημα που προκύπτει και που έχει πολλαπλές και πολύπλοκες απαντήσεις είναι: Η παρεχόμενη από τα Μέσα πληροφορία τελικά αρκεί; Μια από τις απαντήσεις αφορά τη διαπίστωση της αναποτελεσματικότητας των Μέσων να μεταφράσουν την ανησυχία σε δράση. Η υπόθεση ότι η «πληροφόρηση οδηγεί σε αλλαγή στάσης και σε δράση» έχει απορριφθεί σε μεγάλο βαθμό από ένα ευρύ φάσμα ερευνών. Οι κοινωνικοί, υλικοί, πολιτιστικοί και θεσμικοί παράγοντες επηρεάζουν τα καταναλωτικά μας πρότυπα και επιλογές (Shove et al 1998, Wilhite et al 2000), αλλά και την αντίδρασή μας σε ανθρωπιστικές ή κοινωνικές κρίσεις (Maier 2015). Και η κλιματική κρίση έχει ανθρωπιστικές, κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις πέρα από τις περιβαλλοντικές. Τι χρειάζεται λοιπόν για να αντιδράσει και να "ασχοληθεί" το κοινό; Και τί ρόλο διαδραματίζουν σήμερα τα Μέσα; Μήπως η συνηγορία των Μέσων είναι μια απάντηση;
Συνηγορία των Μέσων (Media advocacy)
Η συνηγορία των μέσων ενημέρωσης συνίσταται στη στρατηγική χρήση των ΜΜΕ για την προώθηση μιας πρωτοβουλίας ή δημόσιας πολιτικής (Holder & Treno,2006). Ενώ τα ΜΜΕ επιδιώκουν την ενημέρωση του κοινού, προτρέπουν και ενθαρρύνουν την αλλαγή συμπεριφοράς σε ατομικό επίπεδο, προβάλλουν μηνύματα και εστιάζουν στο κενό πληροφόρησης/γνώσης, η συνηγορία επιδιώκει την κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, ενθαρρύνει εκτός από την κοινωνική και την πολιτική συμμετοχή, αναπτύσσει/προάγει υγιείς δημόσιες πολιτικές και εστιάζει στο κενό εξουσίας.
Αξίζει να αναφερθεί πως ποτέ η δημοσιογραφία δεν υπήρξε εντελώς ουδέτερη. Υπάρχει μια μακρά παράδοση συνηγορίας/υποστήριξης μέσα από τη δημοσιογραφία, που κυμαίνεται από την ανοιχτή υπεράσπιση μιας αιτίας ή μιας οπτικής γωνίας στην επιλογή και ανάδειξη συγκεκριμένων πηγών και φωνών. Η συνηγορία των Μέσων έχει τις ρίζες της στην συνηγορία της κοινωνίας των πολιτών (Wallack & Dorfman, 1996). Τα Μέσα χρειάζονται τη συνηγορία σήμερα για να αναδείξουν και να καλύψουν ευρέως ένα ζήτημα συνήθως παγκόσμιου ενδιαφέροντος (agenda setting), για να αναδιαμορφώσουν το πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης (framing και reframing) και για να αυξήσουν την πίεση για την εφαρμογή υγιών δημόσιων πολιτικών. Η συνηγορία των Μέσων στοχεύει στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων και στους ηγέτες κοινής γνώμης (όπως πολιτικοί/αξιωματούχοι, κυβερνητικές ρυθμιστικές αρχές, τοπικοί φορείς εξουσίας, εκπρόσωποι νομοθετικής εξουσίας, επιχειρηματίες, εκδότες και δημοσιογράφοι, κ.ά), στους παράγοντες που μπορούν να ασκήσουν πίεση στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων (όπως επιστημικές κοινότητες, τοπικοί πληθυσμοί, διασημότητες, ΔΜΚΟ και ΜΚΟ τοπικού/εθνικού χαρακτήρα, θρησκευτικές οργανώσεις, φοιτητικά κινήματα, κ.ά), αλλά και στο ευρύ κοινό που πρέπει να εκπαιδευτεί για το θέμα και τις πιθανές λύσεις. Η πιο κρίσιμη ερώτηση για τη δημοσιογραφία σήμερα δεν αφορά μόνο την ενημέρωση του κοινού σχετικά με το πρόβλημα της κλιματικής κρίσης, αλλά και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την αποφυγή καταστροφικών ανθρωπογενών δράσεων. Η εκστρατεία συνηγορίας της βρετανικής εφημερίδας The Guardian το 2015 όπως φαίνεται παρακάτω υπήρξε ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτής της πρόκλησης. Ωστόσο, η δέσμευση μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους.
The Guardian: ένα κατεξοχήν Μέσο συνηγορίας
Η εφημερίδα The Guardian κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Μάντσεστερ το 1821. Θεωρείται γενικά ως κεντροαριστερό έντυπο με εξαίρετη δημοσιογραφική ομάδα (Küng 2015). Η on line έκδοση μαζί με την έντυπη φθάνουν περίπου 36 εκατομμύρια αναγνώστες το μήνα. Στο δυναμικό της διαθέτει 7 δημοσιογράφους/ περιβαλλοντολόγους, οι οποίοι ανάλογα με τις ανάγκες κάλυψης φτάνουν τους 20. Τέσσερα εκατομμύρια επισκέπτες ενημερώνονται μηνιαίως από το Μέσο για περιβαλλοντικά θέματα. Συγκαταλέγεται μεταξύ των εφημερίδων που καλύπτουν πάρα πολύ την κλιματική κρίση και έχει επενδύσει τους περισσότερους πόρους συγκριτικά με “κάθε βρετανικό media outlet που είναι αφιερωμένο στην κάλυψη του θέματος” (Painter 2013). Η συζήτηση στο συγκεκριμένο Μέσο για το περιβάλλον επικεντρώνεται σε 2 σημεία: σε αυτά που μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις και στο πως η ίδια η κοινωνία, θα εμποδίσει όσους κατέχουν και ελέγχουν τα εναπομείναντα αποθέματα άνθρακα, φυσικού αερίου και πετρελαίου του πλανήτη να τον καταστρέψουν.
Η εφημερίδα τον Μάρτιο του 2015 έχοντας ως επικεφαλής τον Alan Rusbridger (αρχισυντάκτης 1995-2015) ξεκίνησε, καθόλου τυχαία, με ένα μέιλ προς τους συντάκτες από τον αρχισυντάκτη, μια εκστρατεία συνηγορίας για την κλιματική κρίση με τίτλο: ”Keep it in the ground”. Ο Rusbridger είχε παρακινηθεί από τον συγγραφέα και ακτιβιστή Bill McKibben, ο οποίος του είχε πει σε μια συνάντηση ότι το Μέσο θα έπρεπε να σταματήσει να τοποθετεί την αλλαγή του κλίματος στο «περιβαλλοντικό γκέτο». Η κλιματική κρίση σύμφωνα με τον McKibben, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως ένα περιβαλλοντικό ζήτημα, αφού είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δράσης και έχει πολιτική και οικονομική διάσταση. Ο ίδιος υποστήριξε ότι αυτό δεν αντανακλάται κατά την κάλυψη του θέματος από τα Μέσα. Επιπλέον, ο McKibben του έκανε λόγο για μια παγκόσμια εκστρατεία που είχε ήδη ξεκινήσει από την περιβαλλοντική οργάνωση 350.org. με τίτλο “Keep it in the ground" και του ζήτησε να τη στηρίξει. Ουσιαστικά η δράση συνηγορίας του Μέσου έλαβε τη μορφή μιας εκστρατείας εκποίησης. Το Μέσο κάλεσε τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τις επιχειρήσεις να αποσύρουν τα χρήματά τους από τις μεγάλες εταιρείες εκμετάλλευσης ορυκτών καυσίμων. Πρώτη η Guardian Media Group, η μητρική εταιρεία της The Guardian, υποδειγματικά εκποίησε ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο των 800 εκατομμυρίων λιρών (περίπου 1,4 δισ. δολάρια) από τα ορυκτά καύσιμα και δεσμεύτηκε στην επανεπένδυσή τους σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Σε 43 χώρες, περισσότερες από 400 οργανώσεις εκποίησαν μετοχές συνολικής αξίας 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων - συμπεριλαμβανομένου του πανεπιστημίου του Στάνφορντ, της εκκλησίας της Αγγλίας, του νορβηγικού κρατικού επενδυτικού κεφαλαίου και της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας με το μεγαλύτερο λιμάνι φόρτωσης άνθρακα στον πλανήτη. Βασικοί στόχοι της εκστρατείας ήταν τα δύο μεγαλύτερα φιλανθρωπικά ιδρύματα στον κόσμο (Gates Foundation και Welcome Trust) προκειμένου να σταματήσουν να επενδύουν σε εταιρείες πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου, αλλά και η ενεργή συμμετοχή του κοινού στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Όταν ο Rusbridger παραιτήθηκε τον Ιούνιο του 2015, η εκστρατεία άλλαξε εστιακό φακό. Η εφημερίδα ζήτησε από τους αναγνώστες τους να δηλώσουν τι τους ενδιαφέρει περισσότερο. Η πλειοψηφία αυτών απάντησε ότι ήθελαν να ακούσουν περισσότερα για λύσεις στα προβλήματα που προκαλούνται από την κλιματική κρίση. Έτσι, η εκστρατεία του Μέσου, μέχρι τις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015, εστίασε σε λύσεις. Όταν τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκε και η εκστρατεία του Guardian.
Η “Keep it in the ground” πέτυχε τον σκοπό της;
Το βασικό ερώτημα είναι αν η εκστρατεία τελικά πέτυχε τον σκοπό της. Επίσης εκφράστηκαν ερωτήματα για το αν η κάλυψη ήταν μονομερής; Αν περιόρισε τις ιδέες και προοπτικές στο θέμα της εκποίησης ή / και σε άλλα θέματα που αφορούν την κλιματική κρίση; Αν παραβίασε τον δημοσιογραφικό κανόνα της αντικειμενικότητας – αν ναι, έχει σημασία; Και αν τελικά προκάλεσε αλλαγές στην αίθουσα σύνταξης σχετικά με την κάλυψη των ζητημάτων της κλιματικής κρίσης; Κανένα από τα δύο ιδρύματα δεν είχαν εκποιήσει κεφάλαια από εταιρείες που εκμεταλλεύονταν ορυκτά καύσιμα, μέχρι το καλοκαίρι του 2015 όπου τερματίστηκε η εκστρατεία του Μέσου. Και τα δύο ιδρύματα αργότερα έκαναν κινήσεις προς την κατεύθυνση επένδυσης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το ίδρυμα Gates εκποίησε κάποια περιουσιακά στοιχεία, αλλά είναι δύσκολο να πιστωθούν αυτές οι αποφάσεις του στην εκστρατεία. Ως παράγοντες μη επιτυχίας της εκστρατείας θεωρήθηκαν ο σύντομος χρόνος και η έλλειψη στρατηγικής. Ο δημοσιογράφος Τζέιμς Ράντερσον σημειώνει ότι θα ήταν σοφότερη η επιλογή άλλων «ευκολότερων» στόχων που πιθανώς θα εκποιούσαν. Πιστεύει επίσης ότι θα είχαν καλύτερα αποτελέσματα αν είχαν εμπλακεί περισσότερο σε διάλογο με τους στόχους τους εκ των προτέρων. Παρόλο που το Μέσο απέτυχε να πείσει τους δύο στόχους να εκποιήσουν άμεσα, οι δημοσιογράφοι ισχυρίζονται ότι επέδρασαν καταλυτικά στην εκστρατεία εκποίησης. Αρκετοί από αυτούς μιλούν για "υπερσυμπίεση" της εκστρατείας. Η δράση τους πάντως αναγνωρίστηκε από τον ΟΗΕ και από ηγέτες σε διεθνές επίπεδο. Αναγνωρίστηκε ακόμη και από τον διευθύνοντα σύμβουλο της πετρελαϊκής εταιρείας Shell.
Το σημαντικότερο όλων όμως είναι πως τις πρώτες 6 εβδομάδες της εκστρατείας καταγράφηκαν 6,1 εκατομμύρια page views, 4,9 εκατομμύρια επισκέψεις (visits) και 3,4 εκατομμύρια επισκέπτες (unique users) αναφορικά με περιεχόμενο σχετικό με την εκστρατεία. Η ιστοσελίδα της The Guardian εκείνη την εποχή είχε 7,3 εκατομμύρια ημερήσιους επισκέπτες και η περιβαλλοντική κάλυψη του Μέσου περισσότερες από 7 εκατομμύρια μοναδικές προβολές (unique views) κάθε μήνα (CJR 2015). Περισσότεροι από 226.000 αναγνώστες από 170 χώρες υπέγραψαν για την εκστρατεία. Εκατοντάδες απέστειλαν επιστολές στο συμβούλιο του Ιδρύματος Wellcome Trust ζητώντας να εκποιήσει και πολλοί έλαβαν μέρος σε μια τηλεοπτική έκκληση απευθείας στον Bill Gates. «Έμεινα έκπληκτος για το πόσο γρήγορα μπορέσαμε να οικοδομήσουμε μια δυναμική κοινότητα γύρω από την εκστρατεία και πόσο γρήγορα κλιμακώθηκε (κατά 10.000 φορές γρηγορότερα από άλλες δράσεις μας). Δημιουργήθηκε μια από τις μεγαλύτερες ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων της The Guardian», υποστήριξε ο Randerson.
Η The Guardian κάλυψε το θέμα μαζικά, για παράδειγμα, περισσότερο από την εφημερίδα The New York Times. Συγκεκριμένα, η The Guardian έγραψε για την κλιματική κρίση 3πλάσιες-4πλάσιες φορές περισσότερο από μια συγκρίσιμη εφημερίδα, όπως η NYT, σε επιλεγμένες περιόδους ανάλυσης (η 1η περίοδος ήταν μία εβδομάδα μετά την έναρξη, από τις 22 Απριλίου- 05 Μαΐου και η 2η από τις 17-31 Μαΐου 2015). Με λέξεις «κλειδιά» “climate change” or “global warming”, σύμφωνα με μελέτη εμφανίστηκαν 25 άρθρα στη NYT και 112 στην The Guardian για την 1η περίοδο και 26 άρθρα στη NYT και 104 στη The Guardian για τη 2η περίοδο. Στην 1η πρώτη περίοδο το 1/3 των άρθρων στην The Guardian αφορούσε στην εκποίηση, συγκριτικά με το 1/10 στη NYT. Εν μέρει η ευρεία κάλυψη αποδίδεται στο ποσό των πόρων που διατέθηκαν από την The Guardian για την εκστρατεία. Η The Guardian διαθέτει περισσότερους πόρους και προσωπικό για το περιβαλλοντικό ζήτημα από ό, τι οι ανταγωνιστές της γενικά. Ένας τρόπος για να μετρηθεί εάν η κάλυψη της εκστρατείας ήταν μονόπλευρη είναι να εξεταστούν οι πηγές που παρουσιάστηκαν στις ιστορίες. Ποιες φωνές ακούστηκαν στη συζήτηση; Από την πρώτη περίοδο ανάλυσης, όπου και οι δύο εφημερίδες έγραψαν για εκποίηση ακούστηκαν διαφορετικές φωνές και με διαφορετικό τρόπο. Η The Guardian πλαισίωσε την εκποίηση περισσότερο ως πολιτικό ζήτημα και εκεί παρατηρήθηκε μεγαλύτερη ποικιλία φωνών. Η NYT, κατά τη γενική κάλυψη της κλιματικής κρίσης, έδωσε περισσότερο χώρο στους επιστήμονες , πολιτικούς και επίσημες πηγές εξουσίας, ενώ η The Guardian στις ΜΚΟ και στους πολίτες έχοντας έναν πιο διεθνή προσανατολισμό. Η The Guardian αφιέρωσε περισσότερο χώρο στον τομέα των ορυκτών καυσίμων αναφορικά με την κλιματική κρίση από ό, τι η NYT, ωστόσο έδωσε ελάχιστο χώρο στα επιχειρήματά του. Τέλος στο ερώτημα αν το Μέσο παραβίασε τον δημοσιογραφικό κανόνα της αντικειμενικότητας, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι όπως η Emma Howard το δικαιολόγησαν βάσει ισχυρών αποδείξεων ότι η κλιματική κρίση είναι σοβαρή. Αξίζει να σημειωθεί πως η εφημερίδα συμπεριέλαβε επίσης και φωνές σκεπτικιστών της συντακτικής ομάδας της.
Ένα βήμα πέρα από τη δημοσιογραφία
Η εκστρατεία συνηγορίας αποτέλεσε ένα βήμα στο να εμπλακεί η δημοσιογραφία περισσότερο σε έναν αμοιβαίο διάλογο με το κοινό, τηρώντας την βασική αξία της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς μια εφημερίδα χρειάζεται ένα αφοσιωμένο κοινό για να επιβιώσει. Αλλά οι ειδησεογραφικές αίθουσες δεν είναι οργανωμένες για εκστρατείες όπως είναι για παράδειγμα ένας διεθνής οργανισμός. Ωστόσο, πρέπει να υπάρχει χώρος για πειραματισμούς στο δημοσιογραφικό τοπίο, ειδικά σε μια εποχή όπου οι νέες λύσεις και τα μοντέλα είναι σε ζήτηση, καθώς τα παλαιά καταρρέουν. Η The Guardian τόλμησε να πειραματιστεί και μάλιστα με διαφάνεια στη διαδικασία. Η The Guardian δεν είχε την πείρα και τους πόρους για να τρέξει την εκστρατεία που σχεδίαζε και αναγκάστηκε να βασιστεί σε ένα υπάρχον κίνημα. Η δημοσιογράφος Emma Howard ανέλαβε το ρόλο του συνδέσμου με την διεθνή οργάνωση 350.org. Αυτό όμως που έχει ενδιαφέρον είναι ότι άλλαξε και η στάση των δημοσιογράφων απέναντι στην κλιματική κρίση: "Ποτέ δεν είχα ενδιαφερθεί να ασκήσω δημοσιογραφία για την κλιματική κρίση πριν ξεκινήσω την εκστρατεία. Με ώθησε στα όριά μου. Επίσης άλλαξε την άποψή μου για το ποια πρέπει να είναι η δημοσιογραφία", σχολίασε η Emma Howard, ενώ ο Adam Vaughan είπε χαρακτηριστικά πως: "... το θετικό στοιχείο που προέκυψε από την εκστρατεία ήταν ότι φυτεύτηκε ο σπόρος της κλιματικής κρίσης μέσα στο κτίριο".
Χρειάζεται ίσως πολύς δρόμος μέχρι να ασκήσουν συνηγορία αυτόνομα τα μίντια. Προς το παρόν μπορούν, είτε ως βασικοί, είτε ως δευτερεύοντες δρώντες να αποτελούν καταλυτικούς παράγοντες διεθνικής συλλογικής δράσης σε κάθε χρονική συγκυρία. Για τις ανάγκες της συνηγορίας εκμεταλλεύονται στο έπακρο, όποια «εργαλεία» επικοινωνίας και πληροφόρησης έχουν στη διάθεσή τους σε κάθε χρονική στιγμή, καθώς το μιντιακό περιβάλλον μεταβάλλεται διαρκώς εξαιτίας των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων. Συνήθως η συνηγορία ασκείται οργανωμένα από τα διεθνικά δίκτυα συνηγορίας (Transnational Advocacy Networks) που ορίζονται ως μια διεθνής κοινότητα ακτιβιστών η οποία ενεργοποιεί εγχώριους και διεθνείς πόρους για να πιέσει εθνικές κυβερνήσεις να εγκαταλείψουν ορισμένες θέσεις και πολιτικές, οι οποίες κρίνονται κατασταλτικές, αντιδημοκρατικές, ή ηθικά απαράδεκτες. Το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό δίκτυο συνηγορίας είναι το Διεθνές Δίκτυο Δράσης Για το Κλίμα (Climate Action Network), που αποτελεί έναν συνασπισμό μη κυβερνητικών παραγόντων που μοιράζονται την κοινή ανησυχία για την κλιματική κρίση και δεσμεύονται για την ανάπτυξη και την εφαρμογή βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στρατηγικών καταπολέμησης των επιπτώσεων που προκύπτουν από αυτή. Το Climate Action Network (CAN) αναδύθηκε το 1989 με κόμβους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) με σκοπό το συντονισμό των δραστηριοτήτων περιβαλλοντικών ΜΚΟ και τη δημιουργία ενός φόρουμ για την ανάπτυξη μιας κοινής στρατηγικής αυτών (Busby 2010). Έχει ως μέλη του περισσότερες από 1300 περιφερειακές ΜΚΟ και ΔΜΚΟ από 120 χώρες (http://www.climatenetwork.org/can-members-list-0). Ιδρυτικά μέλη του δικτύου υπήρξαν κυρίως αναγνωρισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως είναι η Friends of the Earth (FoE), το WWF και η Greenpeace, αλλά και αναπτυξιακές ΔΜΚΟ όπως η OXFAM και η Christian Aid (Reitan & Gibson 2012). Το δίκτυο ξεκίνησε τη συντονισμένη δράση του το 1990 κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Παγκόσμιας Διάσκεψης για το κλίμα και από τότε αυξάνει σταθερά σε μέγεθος και επεκτείνει τις δραστηριότητές του. Πηγή: Salvesen, I (2018) Should journalists campaign on climate change? What happened when journalists in a global media organization turned climate change activists, Reuters Institute Fellowship Paper, OxfordUniversity Picture credits:CLS, The Guardian