Ένα μικρό πούλμαν με δημοσιογράφους- επιστήμονες, ανάμεσά τους κι εγώ, σταματάει έξω από ένα πανέμορφο κτίριο στην είσοδο ενός μικρού τυπικού γερμανικού χωριό στις παρυφές του Μέλανα Δρυμού, λίγη ώρα μακριά από την πόλη του Φράιμπουργκ.
Το Freiamt (έτσι ονομάζεται το χωριό) δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο ή το διαφορετικό, όμως έχει αναπτύξει ένα είδος ξεχωριστού τουρισμού, του "ενεργειακού", και έχει μετατραπεί σε πόλο έλξης επισκεπτών, διότι αποτελεί μια ενεργειακά αυτόνομη περιοχή στην οποία συρρέουν ειδικοί και μη, από όλον τον κόσμο προκειμένου να ενημερωθούν και να αναπαραγάγουν την επιτυχία του. Περίπου 42.000 επισκέπτες από κάθε γωνιά της γης (ακόμη και από τη Κορέα και την Ινδία) φτάνουν εδώ κάθε χρόνο για να δουν το εγχείρημα του Freiamt.
4300 κάτοικοι είναι περίπου ο πληθυσμός του χωριού που βρίσκεται μόλις 40χλμ μακριά από τα γερμανογαλλικά σύνορα και το οποίο βασίζει την οικονομία του στην αγροτική παραγωγή, στη δασική εκμετάλλευση και στον τουρισμό. Αποδεικνύοντας τη φράση ότι "το μικρό είναι και όμορφο" το χωριό (έκτασης 53 τετραγωνικών χιλιομέτρων) παράγει τόση πολλή ενέργεια μέσω των ανανεώσιμων πηγών που χρησιμοποιεί, που του αποφέρει και ετήσιο κέρδος. Με έξι ανεμογεννήτριες (ισχύος 3ΜWatt η κάθε μια) που αποδίδουν 21 εκατομμύρια κιλοβατώρες το χρόνο και με περισσότερα από 800 φωτοβολταικά συστήματα στις στέγες των σπιτιών, το χωριό έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη. Η κοινότητα πουλά στο εθνικό δίκτυο σχεδόν το 17% της παραγόμενης ενέργειας κάθε χρόνο, ώστε να κάνει απόσβεση του αρχικού κεφαλαίου που επένδυσε (1.2 εκατ. ευρώ για κάθε ανεμογεννήτρια) και να βγάλει και κέρδος. Συνολικά στη Γερμανία η διείσδυση των ΑΠΕ στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος φτάνει σήμερα το 20%. Ο στόχος είναι να φτάσει το 35% ως το 2020 και το 80% ως το 2050.
Ένα "πράσινο χωριό" που χτίστηκε βήμα-βήμα
Η δικηγόρος Rainbold Mench, που είναι δήμαρχος του χωριού από το 2001, μας εξηγεί πως όλα έγιναν βήμα-βήμα. Η ιδέα ξεκίνησε στα τέλη του 1990, όταν μια ομάδα επενδυτών από το Αμβούργο άρχισαν να πλησιάζουν τους αγρότες στο Freiamt για να μισθώσουν τη γη τους προκειμένου να εγκαταστήσουν ένα αιολικό πάρκο. Οι ντόπιοι δεν είδαν με καλό μάτι τη γενναιοδωρία των ξένων και με επικεφαλής έναν κάτοικο, τον Ernst Leimer, άρχισαν να κινητοποιούνται και να συσπειρώνονται γύρω από την ιδέα να "στήσουν" οι ίδιοι το έργο. Παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και όλος ο εξοπλισμός προέρχεται από περιοχές εκτός του Freiamt, και παρά τις αρχικές αντιδράσεις κάποιων κατοίκων που δυσπιστούσαν στην ιδέα του εγχειρήματος, η πλειοψηφία των πολιτών από την αρχή ήταν ανένδοτη. Ήθελαν να πάρουν το μέλλον στα χέρια τους με την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των ανεμογεννητριών, των φωτοβολταϊκών στις στέγες τους, αλλά και των ηλιακών θερμικών εγκαταστάσεων. Η ομάδα άρχισε να μαζεύει το κεφάλαιο στα μέσα του 2001 και χρειάστηκε μόλις οκτώ εβδομάδες για να βρει το ποσό των $ 2.3 εκατομμυρίων και να το δώσει ως προκαταβολή για δύο ανεμογεννήτριες. Οι ντόπιοι είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν μετοχές των ανεμογεννητριών, σε ελάχιστη τιμή των 3.000 € ($ 4.170). Όλα τα χρήματα προήλθαν από τοπικούς επενδυτές, κατοίκους και αγρότες. Σήμερα οι ανεμογεννήτριες αποτελούν κοινή ιδιοκτησία, όπως και πολλές από τις συστοιχίες ηλιακών πάνελ σε κτίρια, όπως η λέσχη ποδοσφαίρου. Άλλα φωτοβολταϊκά συστήματα είναι ιδιόκτητα και έχουν εγκατασταθεί σε σπίτια, σε αχυρώνες και σε γκαράζ. Οι χωνευτές βιοαερίου έχουν τοποθετηθεί σε αγροκτήματα και εκτός από την σημαντική απόδοση στους επενδυτές, αυτά τα συστήματα παραγωγής βιοαερίου παρέχουν μια ολιστική λύση στα προβλήματα των γεωργικών αποβλήτων που μολύνουν τα αποθέματα νερού της υπαίθρου και εκπέμπουν επιβλαβή αέρια όπως το μεθάνιο. Πολλοί είναι οι παράγοντες που συνέβαλαν στην επιτυχία του Freiamt, με πρώτη τη στήριξη των πολιτών, οι οποίοι ενημερώθηκαν και πείστηκαν ότι οι ανεμογεννήτριες, αλλά και οι μεγάλες ηλιακές συστοιχίες δεν θα προκαλούσαν σημαντική αισθητική ή ακουστική ρύπανση και ότι η δυνητική οικονομική απόδοση θα είναι μια ασφαλής επένδυση, με τα χρήματα που θα παραμένουν και θα αξιοποιούνται σε τοπικό επίπεδο. Ταυτόχρονα ένας ομοσπονδιακός νόμος πυροδότησε μια έκρηξη των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στη Γερμανία. Σύμφωνα με αυτόν, οι γνωστές "feed-in tariff" εγγυώνται ότι οι προμηθευτές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές λαμβάνουν ένα ασφάλιστρο για την ηλεκτρική ενέργεια με την οποία τροφοδοτούν το εθνικό δίκτυο. Μέσα σε δύο χρόνια από την εγκατάσταση των πρώτων ανεμογεννητριών οι επενδυτές κάτοικοι είχαν πάρει ένα 10% της ετήσιας απόδοσης χάρη σε αυτό το δίκαιο. Για παράδειγμα μια από τις πρώτες οικογένειες που επένδυσαν 15.000 ευρώ σε φωτοβολταϊκά πάνελ στην οροφή της αγροικία τους, έχει στη διάθεσή της περίπου 30.000 κιλοβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως, από τις οποίες πουλά το 50% (που δεν χρησιμοποιεί γιατί είναι πλεονάζον) στο δίκτυο και κερδίζει 24.000 ευρώ κάθε χρόνο. Η περίπτωση του Freiamt αποτελεί έναν άθλο που αψηφά τις συμβατικές ιδέες για την ενέργεια, οι οποίες υποστηρίζουν ότι οι μεγάλες εταιρείες είναι το "κλειδί" για έναν ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό, ότι οι ανανεώσιμες πηγές μπορούν να καλύψουν μόνο ένα κλάσμα των ενεργειακών αναγκών της κοινωνίας, ότι η "πράσινη ενέργεια" είναι ο τομέας των φιλελευθέρων και των ιδεαλιστών. Αυτά πιστεύουν εκείνοι που ίσως ψάχνουν για ενεργειακή ασφάλεια σε λάθος μέρη. Το Freiamt (Φράιαμτ) δίνει ένα πραγματικό μάθημα για αυτήν, καθώς και μια γεύση από την υγιή τοπική οικονομία του μέλλοντος, που θα μπορούσε να ξεκινήσει από μια μικρή πόλη της Γερμανίας. Στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, υπολογίζεται να αναπτυχθούν 100 τέτοια χωριά μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Σύμφωνα με τον διαδικτυακό τόπο 100ee μέχρι το τέλος του 2012 είχαν αναπτυχθεί 129 "100% πράσινες περιφέρειες» σε ολόκληρη τη Γερμανία.